Οι διαφάνειες από την παρουσίαση
Υφαρπαγμένη Αλληλεγγύη
και παρακάτω η εκτεταμένη περίληψη από τη μελέτη που παρουσιάστηκε στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Κοινά και την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη (Α.Π.Θ.), την 4-7/5/2017.
Περίληψη
Η παρούσα μελέτη είναι μια διερεύνηση, πώς ο όρος και η πρακτική της αλληλεγγύης προέκυψαν, χρησιμοποιήθηκαν και αποτέλεσαν αντικείμενο κατάχρησης[1] στην Ελλάδα από το 2008 και μετά. Η μελέτη αυτή εντάσσεται σε ένα συνεχιζόμενο ερευνητικό πρόγραμμα που προήλθε από την έρευνά μου για την αλληλέγγυα οικονομία στην Ελλάδα από το 2009 και εξής. Προήλθε όμως και από το γεγονός ότι ως πολιτική άνθρωπος και ως ερευνήτρια που έχει εκπαιδευτεί στην οικονομία αλληλεγγύης από τις ίδιες τις κοινότητες βάσης[2], δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν καταλαβαίνω ότι κάτι έχει πάει λάθος με την αλληλεγγύη τα τελευταία εννέα ή δέκα χρόνια στη χώρα. Η ανάλυση στέκεται με κριτικό τρόπο στο γεγονός ότι παρά την καθημερινή ανάληψη δράσεων αλληλεγγύης και την τεράστια δουλειά πολλών ομάδων, κολλεκτιβών ή ακόμα και μεμονωμένων ατόμων που κατά καιρούς σχετίζονται με πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή κυρίως με έναν ανιστορικό τρόπο, ως πανάκεια για όλα τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα στην Ελλάδα. Το κύριο ερώτημα αυτής της μελέτης είναι, επομένως, πώς η χειραγώγηση του όρου και των πρακτικών που αντιπροσώπευσε ήταν βασικό εργαλείο προκειμένου οι καπιταλιστικές τάξεις και οι εκπρόσωποί τους στην τοπική, επίσημη και ανεπίσημη, πολιτική σκηνή να καταστείλουν την έκφραση και την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού και, ενδεχομένως αντιπατριάρχικου, δυναμικού των πρακτικών αλληλεγγύης.
Η έρευνα βασίζεται σε γεγονότα, συζητήσεις και εξελίξεις πολιτικών πρακτικών στην Ελλάδα τα τελευταία εννέα χρόνια. Για τους σκοπούς αυτής της εργασίας, χρησιμοποιώ δημοσιευμένο υλικό το οποίο είναι διαθέσιμο σε όλους μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου. Η πρόθεσή μου είναι να δείξω πως ό,τι συνέβη με τη χειραγώγηση μέσω του λόγου αλληλεγγύης και μέσω της τοποθέτησης και αναδιάταξης των πρακτικών αλληλεγγύης εντός του γενικού κοινωνικού πλαισίου, συνέβη σε δημόσιο επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν υπόγειοι χειρισμοί ή ενέργειες, αλλά ότι η καπιταλιστική πατριαρχία φαίνεται να αδυνατεί να επιτύχει μια αποτελεσματική αντίδραση στις πρακτικές αλληλεγγύης, εκτός και αν αυτή λάβει χώρα στο φως της ημέρας. Ως εκ τούτου, ο δημόσιος χαρακτήρας αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της διαδικασίας υφαρπαγής.
Η ανάλυση ξεκινά από την αλληλεγγύη που έχει γίνει λέξη-πασπαρτού, σχεδόν μοδάτος όρος κατά τη διάρκεια των ετών 2008 και εξής, και ειδικά μετά το 2010. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτό το «πασπαρτού» χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στον πολιτικό λόγο για να παραμερίσει άλλες συζητήσεις που ήταν απαραίτητες να γίνουν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπως η ελληνική. Οι δομικές αλληλεπικαλύψεις ανισοτήτων και αδικιών είναι ενδημικές και αλληλοενισχύονται με πολλούς τρόπους, ακόμη και μέσα στα κοινωνικά κινήματα και τους αυτοπροσδιοριζόμενους εναλλακτικούς χώρους. Αυτές οι αδικίες δεν αντιμετωπίστηκαν σωστά, ούτε καν σε επίπεδο λόγου, καθώς θεωρούνταν ότι θα μπορούσαν εύκολα να επιλυθούν μέσω της αλληλεγγύης.
Η προσέγγισή μου πηγάζει από τη φεμινιστική θεωρία με την ευρεία της έννοια, όχι μόνο επειδή οι πρακτικές αλληλεγγύης στην Ελλάδα είναι ένας χώρος όπου οι γυναίκες εμπλέκονται έντονα, αλλά και επειδή η πατριαρχία είναι το μεγαλύτερο ή βαθύτερο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Η πατριαρχία νοείται ως ένα πολιτικό οικονομικό σύστημα που μπορεί να έχει διάφορες εκδοχές ή διαφορετικές εκφράσεις στο ελληνικό πλαίσιο, αλλά παραμένει ο κύριος τρόπος για την διάρθρωση της κοινωνίας, ιδιαίτερα όσον αφορά στους θεσμούς, την πολιτική και την κατανομή των πόρων (Bennholdt et al 1988, Peterson 1997, 2010 ).
Με άλλα λόγια, τοποθετώ ολόκληρη την έρευνα μέσα στις ιστορικές υλικές συνθήκες της, όπως αυτές έχουν πλαισιωθεί από τον ύστερο καπιταλισμό που αντιμετωπίζει σημαντικές αντιστάσεις από τους ανθρώπους που ζουν στη χώρα, αλλά έχει επίσης επιτύχει σημαντικές προελάσεις έναντι των ομάδων των παραγωγών (Sotiropoulou 2014). Η αλληλεγγύη μέσα σε αυτό το καπιταλιστικό πατριαρχικό πλαίσιο έγινε λόγος και πρακτική που είχαν ανάγκη διάφοροι παράγοντες και ομάδες με διάφορους τρόπους για να επιτύχουν ή να προσπαθήσουν να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους, είτε αυτές ήταν αντικαπιταλιστικές είτε όχι. Ως εκ τούτου, η αλληλεγγύη νοείται ως μια διεκδικούμενη πρακτική και ιδέα, ως δράση που έχει πολλαπλές έννοιες και επιπτώσεις ανάλογα με τις περιβάλλουσες πρακτικές, ιδέες και ενέργειες (Bayat 2000, Fanon 2007). Η συγκρουσιακή κατανόηση της αλληλεγγύης έρχεται σε αντίθεση με την ανιστορική χρήση της λέξης και με την πλαστικότητα με την οποία φαίνεται να ταιριάζει σε όλους τους τύπους λόγου που επιζητούν να σχολιάσουν τις οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα.
Για να αναλύσω την αλληλεγγύη και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε και κακοποιήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιώ επίσης μετα-αποικιακές θεωρίες και αντι-αποικιοκρατική κριτική ώστε να κατανοήσω το ευρωπαϊκό εγχείρημα και πώς λειτούργησε μέσα στην ελληνική κοινωνία (Bhabha 2013, Hechter 1975, Peckham 2004). Οι μετα-αποικιακές θεωρίες επιτρέπουν τη διερεύνηση της κατασκευής της εθνικής ταυτότητας και των αντιλήψεων για την «ελληνικότητα» και την «ευρωπαϊκότητα» που καθορίζουν το πολιτικό οικονομικό πλαίσιο (Carastathis 2014, Bernal 1987). Η αλληλεγγύη δεν θα μπορούσε να χειραγωγηθεί τόσο αποτελεσματικά, αν δεν υποχρεωνόταν να υπάρχει μαζί με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και συμπεριφορές που συνδέουν την ελληνική πολιτική ζωή με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, το ρατσισμό και την (υποτιθέμενη) ανωτερότητα της λευκής φυλής.
Τέλος, ακριβώς επειδή δεν συμβαίνει τίποτε που να έχει ως αιτία μόνο ένα πλαίσιο, διερευνώ τις πραγματικές επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων και πολιτικών ομάδων, επίσημων ή ομάδων βάσης, κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και πώς οι επιλογές αυτές οδήγησαν μέχρι στιγμής στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Για να κατανοήσουμε την αλληλεγγύη ως αντίσταση σημαίνει ότι πρέπει κανείς να συζητήσει για ποιο πράγμα γίνεται αντίσταση και ενάντια σε τί, ποιοί είναι οι στόχοι της και οι προϋποθέσεις για οποιαδήποτε επιτυχία και πώς οι άνθρωποι που ασχολούνται με την αλληλεγγύη, είτε ενεργούσαν ως πραγματικά αλληλέγγυοι είτε καταχρώνταν την αλληλεγγύη ως όρο και πρακτική, τοποθετούνται ως προς την έννοια της αντίστασης καθ’ αυτής.
Γνωρίζω ότι αυτή η συζήτηση δεν είναι εύκολη, ειδικά επειδή αυτό που συνέβη από το 2008 και μετά όσον αφορά στην αλληλεγγύη είναι ακόμη μια εξελισσόμενη ιστορική διαδικασία. Αναγνωρίζω τους περιορισμούς της ανάλυσής μου όσον αφορά στην προσωπική μου συμμετοχή ως ερευνήτριας και πολιτικού όντος. Δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι όλοι/ες στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια έχουν μια στάση και μια προσωπική και συλλογική ιστορία ως προς την αλληλεγγύη, είτε καλή είτε κακή. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η αλληλεγγύη έχει τόσο πολύ χειραγωγηθεί και καταστρατηγηθεί ως όρος και πρακτική, υπάρχει ανάγκη να συζητήσουμε τί συνέβη, το συντομότερο δυνατό. Η ευκολία και η αντικειμενικότητα είναι κάτι που δεν υπάρχει στις κοινωνικές επιστήμες ούτως ή άλλως, και δεν θα υπήρχε ποτέ σε συζητήσεις για τους κοινωνικούς αγώνες στον ύστερο καπιταλισμό. Η αναβολή αυτής της συζήτησης “για τότε που θα είμαστε έτοιμοι γι’ αυτήν” διαιωνίζει τη χειραγώγηση και τη συστημική βία και επιβάλλει τεράστια αδικία σε βάρος των ανθρώπων και των ομάδων που προσφέρουν το έργο και τις ιδέες τους για να καθιερώσουν και να πραγματοποιήσουν αλληλεγγύη χωρίς να ξεπουλήσουν ποτέ τον όρο ή την πολιτική τους δράση. Η αλληλεγγύη μπορεί να μην είναι πανάκεια, αλλά εξακολουθεί να είναι μια πολιτική αρχή που όλες οι κοινωνίες και οι κοινωνικοί αγώνες χρειάζεται να περιέχουν.
Βιβλιογραφία:
Bayat, A. 2000. From “dangerous classes” to “quiet rebels” – Politics of the urban subaltern in the Global South. International Sociology 15/ 3, 533-557.
Bennholdt-Thomsen, V., Mies, M. & Von Werlhof, C. 1988. Women: The last colony. Zed Books.
Bernal, M. 1987. Black Athena, vols I-III. Rutgers University Press.
Bhabha, H.K. ed. 2013. Nation and narration. Routledge.
Carastathis, A. 2015. The politics of austerity and the affective economy of hostility. Feminist Review 109, 73-95.
Carastathis, A. 2014. Is Hellenism an orientalism? Reflections on the boundaries of Europe in an age of austerity. Critical Race & Whiteness Studies 10 (1-Special Issue: Edward Said – Intellectual, Cultural Critic, Activist).
Collett, J.L. et al 2007. Building solidarity through generalised exchange: A theory of reciprocity. American Journal of Sociology 113 /1 (July), 205-242.
Eduards, M.L. 1994. Women’s agency and collective action. Women’s Studies International Forum 17/2 -3, 181-186.
Fanon, F. 2007. The wretched of the earth. Grove/Atlantic, Inc.
Guha, R. 2003. History at the Limit of World-history. Columbia University Press.
Hechter, M. 1975. Internal colonialism: the Celtic fringe in British national development, 1536-1966. Routledge and Kegan Paul, London.
Mignolo, W. 2012. Local histories/global designs: Coloniality, subaltern knowledges, and border thinking. Princeton University Press.
Peckham, R.S. 2004. Internal colonialism – Nation and region in 19th century. In Todorova, M. (Ed.) Balkan identities-Nation and memory. Hurst & Company, London, 41-58.
Peterson, S.V. 1997. Whose crisis? Early and post-modern masculinism, in Gill, S. & Mittelman J.H., eds: Innovation and transformation in International Studies, Cambridge University Press, Cambridge-New York-Melbourne, 185-202.
Peterson, S.V. 2010. A Long View of Globalization and Crisis. Globalizations 7/1-2, 187-202.
Said, E.W. 1979. Orientalism. Vintage.
Sotiropoulou, I. 2016. Solidarity, grassroots initiatives and power relations. World Economic Review 6, 44-59.
Sotiropoulou, I . 2014. Greek economy as a failure of capitalist patriarchy and the choice of dystopia, “Greece and austerity policies: where next for its economy and society?”, online conference, WEA (20.10-21.12.2014) http://greececonference2014.worldeconomicsassociation.org/
Sotiropoulou, I. 2013. Women in solidarity economy in Greece: Liberation practices or one more task undertaken?, En-gendering Macroeconomics & International Economics Summer Seminar, (16-18.7.2013) Krakow, Poland.
Raman, R.R.K. 2010. Transverse solidarity: Water, power and resistance. Review of Radical Political Economics 42/2, 251-268.
Spivak, G.C. 1988. Can the subaltern speak?. Marxism and the Interpretation of Culture. Macmillan Education UK, 271-313.
Voutilainen, M. 2017. Is there a connection between income inequality and famine mortality? Evidence from the 1860s Finnish famine. 2nd COMPOT Workshop Explaining famines, defining responsibilities (12-15.1.2017), University of Turku.
Weeks, K. 2007. Life within and against work: Affective labor, feminist critique and Post-Fordist politics. Ephemera 7/1, 233-249.
Weiner, A. 1992. Inalienable Possessions. University of California Press, Berkeley & Los Angeles.
Weiner, A. 1980. Reproduction: A Replacement for Reciprocity. American Ethnologist 7/1, 71-85.
[1] Στο αγγλικό κείμενο έχω προτιμήσει τη λέξη abuse, που σημαίνει και κατάχρηση και κακοποίηση. Εδώ, στην ελληνική γλώσσα επιλέγω την λέξη κατάχρηση (που στη νομική ορολογία διατηρεί και τις δυο σημασίες, όχι όμως στην καθημερινή ορολογία), χωρίς να ξεχνώ την κακοποίηση που υπέστη και η λέξη αλλά κυρίως τα κοινωνικά κινήματα που που υπήρξαν συνεπή με την έννοια της αλληλεγγύης. Χρησιμοποιώ και τις δύο έννοιες στην ανάλυσή μου, γιατί κρίνω ότι και οι δυο μαζί αποδίδουν καλύτερα τί ακριβώς συνέβη, κατάχρηση και κακοποίηση, σε ιδέες, ανθρώπους και κινήματα τα τελευταία χρόνια. Με την έννοια της κακοποίησης δεν εννοώ μόνο την καταστολή που αντιμετώπισαν αλλά και (κατά κύριο λόγο) την χειραγώγησή τους να συμμετέχουν ή να γίνουν άλλοθι σε πολιτικές τις οποίες δεν είχαν ούτε εγκρίνει ούτε εντάξει ποτέ στους στόχους τους.
[2] Εξακολουθώ να έχω ζητήματα με τη μετάφραση του όρου grassroots στα ελληνικά. Για την έρευνα σχετικά με την οικονομική γνώση που υπάρχει εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας, το grassroots το μεταφράζω ως «ριζικά». Εδώ όμως είχα δυο επιλογές για τις κοινότητες, «λαϊκές» ή «βάσης». Προτίμησα τη δεύτερη μετάφραση, μια και το «λαϊκές», αν και μου φαίνεται εξαιρετικά ακριβές, έχει πολλά ερωτηματικά που συνδέονται με την κατάχρηση της λέξης «λαός» και «λαϊκός» τις τελευταίες δεκαετίες ή και πολύ νωρίτερα.